- σκράπιε
- η, Ν(κτην.) νόσος τών αιγοπροβάτων που συνδέεται με την σπογγώδη εγκεφαλοπάθεια, εκδηλώνεται με διαταραχές τής συμπεριφοράς τού ζώου, με κνησμό, έλλειψη συντονισμού τών κινήσεων και τρέμουλο και επιφέρει, τελικά, τον θάνατο.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. scrapie < scrape «ξύνω»].
Dictionary of Greek. 2013.